- αματαιοτης
- ἀματαιότηςἀ-μᾰταιότης-ητος ἥ отсутствие легкомыслия, серьезность Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αματαιότης — ἀματαιότης ( ητος), η (Α) [ματαιότης] έλλειψη ματαιότητας κατά τους Στωικούς «ἕξις ἀναφέρουσα τὰς φαντασίας ἐπί τόν ορθόν λόγον» … Dictionary of Greek
ἀματαιότητα — ἀματαιότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)